- φύκια
- φύκιονorchilneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυκία — φυκίᾱ , φυκία fem nom/voc/acc dual φυκίᾱ , φυκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl φῡκία , φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκία — ἡ, Α (εσφ. γρφ.) φύκος … Dictionary of Greek
φυκί' — φυκίᾱͅ , φυκία fem dat sg (attic doric aeolic) φυκία , φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl φῡκία , φυκίον orchil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκίαν — φυκίᾱν , φυκία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύκι' — φύκια , φύκιον orchil neut nom/voc/acc pl φύ̱κιε , φύκιος god of sea wrack masc voc sg φύκιαι , φυκία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
φύκι — το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α [φῡκος] το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ. β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.) αρχ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω λέγεται δὲ καὶ… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
φυκόστρωτος — η, ο αυτός που είναι στρωμένος με φύκια, ο σκεπασμένος από φύκια, ο γεμάτος φύκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)